παραλίους

παραλίους
παράλιος
by the sea
masc acc pl
παράλιος
by the sea
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Παραλίους — Παράλιος by the sea masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλιείς — Αρχαίος λαός ο οποίος κατοικούσε στην περιοχή που εκτείνεται από την Οίτη έως τον Μαλιακό κόλπο, την ονομαζόμενη Μαλίδα. Η μυθολογία τούς συνδέει είτε με τον Ηρακλή (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος) είτε με τον Μάλο, γιο του Αμφικτύονα. Από τον 8ο αι.… …   Dictionary of Greek

  • μεσημβριάνθεμο — (Μesembryanthemum). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των αειζωοειδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 800 είδη, ιθαγενή της νότιας Αφρικής. Πρόκειται για διετή ή ετήσια φυτά, τα άνθη των οποίων ανοίγουν μόνο το μεσημέρι, όταν το φως του ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… …   Dictionary of Greek

  • λιθανθρακοφόρο — Η πέμπτη γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, ανάμεσα στη δεβόνιο και στην πέρμιο περίοδο. Η ονομασία του προέρχεται από τα τεράστια αποθέματα απολιθωμένων ορυκτών ανθράκων (λιθάνθρακες, βλ. λ.), τα οποία εντοπίζονται μέσα στα πετρώματά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”